δειλός

δειλός
-ή, -ό (AM δειλός, -ή, -όν)
αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει θάρρος, άτολμος
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δειλά
φοβισμένες ενέργειες
2. φρ. «κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης» — είναι προτιμότερο να φοβάται κανείς τον κίνδυνο και να σωθεί παρά να ριψοκινδυνεύσει και να σκοτωθεί
αρχ.-μσν.
(για λόγους και ενέργειες) αυτός που φέρνει ντροπή («οὐ πείθεται τοῑς ἀδελφοῑς, δειλὸν τὸ πρᾱγμα κρίνει», «δειλὸς λόγος»)
αρχ.
1. φαύλος, πρόστυχος
2. από κατώτερη γενιά, ταπεινής καταγωγής
3. (με έκφραση συμπάθειας) δύστυχος, ταλαίπωρος («δειλοὶ βροτοί»)
4. (με γεν.) «δειλός τινος» — φοβισμένος από κάτι
5. (για φυτά) ευαίσθητος, αδύνατος («δειλὰ πρὸς χειμῶνα» — που δεν αντέχουν στο κρύο)
6. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ δειλόν
η δειλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δειλός ανάγεται σε IE ρίζα *δFει- «φοβάμαι» (πρβλ. δέος < *δFείος, δείδω) με επίθημα -λος ή -ελος (πρβλ. νεφέλη-νέφος). Αξίζει να σημειωθεί η σημασιολογική σχέση μεταξύ τών δειλός και δεινός. Προερχόμενα και τα δύο από τη ρίζα *δFει-, που δήλωνε τον φόβο (πρβλ. δείδω «φοβάμαι», δέος «φόβος»), διακρίθηκαν σημασιολογικώς ως προς την ενεργητική-παθητική δήλωση τού φόβου: δεινός = ο προκαλών τον φόβο (τρομοκρατών), δειλός = ο υφιστάμενος, δεχόμενος, αισθανόμενος τον φόβο (τρομοκρατούμενος). Τέλος εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε πολλές σύνθετες λέξεις ο τ. δειλο- που προέρχεται από επίθετο ή επίρρημα.
ΠΑΡ. δειλία
αρχ.
δειλούμαι
αρχ.-μσν.
δειλαίνομαι, δειλότητα.
ΣΥΝΘ. αρχ. δειλοκαταφρονητής, δειλοκοπώ, δειλοποιός, δειλόφθονος
μσν.
δειλοκάρδιος, δειλόνους, δειλογνωμώ
μσν.- νεοελλ.
δειλοσκοπώ
νεοελλ.
δειλόκαρδος, δειλοπατώ·].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δείλος — δεῑλος, ο και δεῑλος, το (Μ) [δειλία] φόβος, δισταγμός …   Dictionary of Greek

  • δειλός — cowardly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλός — ή, ό επίρρ. ά φοβητσιάρης, άτολμος, δισταχτικός, λιπόψυχος: Ο δειλός δύσκολα προοδεύει στη ζωή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δειλά — δειλός cowardly neut nom/voc/acc pl δειλά̱ , δειλός cowardly fem nom/voc/acc dual δειλά̱ , δειλός cowardly fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλότερον — δειλός cowardly adverbial comp δειλός cowardly masc acc comp sg δειλός cowardly neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλοτάτων — δειλός cowardly fem gen superl pl δειλός cowardly masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλοτέρων — δειλός cowardly fem gen comp pl δειλός cowardly masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλόν — δειλός cowardly masc acc sg δειλός cowardly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλότατα — δειλός cowardly adverbial superl δειλός cowardly neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλότατον — δειλός cowardly masc acc superl sg δειλός cowardly neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”